φιλόκλειον

φιλόκλειον
τὸ, Α [Φιλοκλῆς]
1. (ενν. ἀργύριον) κληροδότημα τού Φιλοκλέους·2. στον πληθ. τὰ Φιλόκλεια
γιορτή στη Δήλο με τη χορηγία τού Φιλοκλέους, βασιλιά τής Σιδώνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”